- ξεσπάθωμα
- τό1) обнажение меча, шпаги; 2) открытое и решительное выступление (за или против кого-чего-л.); горячее заступничество (за кого-л.); 3) обрушивание (на кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσπάθωμα — το [ξεσπαθώνω] 1. η ξιφούλκηση, το τράβηγμα τού σπαθιού από τη θήκη του 2. μτφ. α) σύντονη ενέργεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού β) ανάληψη έντονης δράσης υπέρ ή κατά ενός προσώπου ή μιας υπόθεσης ή ιδέας … Dictionary of Greek
ξεσπάθωμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο του σπαθιού από τη θήκη, η ξιφούλκηση. 2. μτφ., επίθεση με λόγια και έργα ενάντια σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκξιφισμός — ἐκξιφισμός, ο (Μ) ξεσπάθωμα … Dictionary of Greek
ξιφούλκηση — ξιφούλκηση, η και ξιφουλκία, η το τράβηγμα του σπαθιού έξω από τη θήκη, το ξεσπάθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)